- παραλόγως
- παράλογοςbeyond calculationadverbialπαράλογοςbeyond calculationmasc/fem acc pl (doric)παράλογοςbeyond calculationmasc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безоумьно — (13) нар. к безоумьныи во 2 знач.: Аще нѣкто ѡбѣщаетсѩ свіныхъ мѩсъ не ѩсти. посмѣшенъ (есть) таковыи. ˫ако безоумно молѩса и ѡбѣщаваюсѩ... ||...да не безумно къ б҃оу ѡбѣщаниѩ творить. КР 1284, 180 181; ѥго же Арии и Ѥоуномии съвратиша, соущии… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
подоба — ПОДОБ|А (117), Ы с. 1.Подобие: искуси бо сѧ по всему подобѣ [в др. сп. по подобѣ] нашеи развѣ грѣха. (καϑ’ ὁμοιότητα) ГБ к. XIV, 62б. 2. То, что должно, следует; пристойность, приличие. В сост. сказ. Подоба (не подоба) – следует (не следует),… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κατασβήνω — (AM κατασβεννύω, Α και κατασβέννυμι) 1. σβήνω εντελώς (α. «ο πυροσβέστης κατέσβησε τη φωτιά» β. «κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ.) 2. καταπαύω, καταστέλλω, καταπνίγω («σμικρόν ῥῆμα κατασβέννυσι πάσας τὰς τοιαύτας ἡδονάς», Πλάτ.) αρχ. 1. θεραπεύω … Dictionary of Greek
κτηνοπρεπής — κτηνοπρεπής, ές (AM) αυτός που αρμόζει σε κτήνος, κτηνώδης αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κτηνοπρεπές η κτηνωδία. επίρρ... κτηνοπρεπῶς (AM) όπως αρμόζει σε κτήνος, κτηνωδώς αρχ. παραλόγως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αρχαιο πρεπής … Dictionary of Greek
παράλογος — η, ο, ΝΑ αυτός που λέγεται ή γίνεται αντίθετα με τον ορθό λόγο, έξω από τους κανόνες τής λογικής, άλογος («παράλογες αξιώσεις») 2. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει όταν και όπως δεν τόν περιμένει κανείς, απροσδόκητος, ανέλπιστος («τὰς αἰφνιδίους καὶ … Dictionary of Greek